ξέχωμα

ξέχωμα
ξέχωμα, το και ξέχωσμα, το, -ατος
το αποτέλεσμα του ξεχώνω, ξεθάψιμο, ανακομιδή οστών νεκρού, εκταφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξέχωμα — και ξέχωσμα, το [ξεχώνω] 1. εξαγωγή ενός πράγματος βαθιά χωμένου στη γη 2. εκταφή νεκρού …   Dictionary of Greek

  • εκταφή — η 1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα 2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα …   Dictionary of Greek

  • ξέχωσμα — το βλ. ξέχωμα …   Dictionary of Greek

  • εξόρυξη — η 1. εκσκαφή, ξέχωμα, απόσπαση πράγματος από το βάθος της γης: Εξόρυξη πετροκάρβουνου. 2. απόσπαση από οπουδήποτε, βγάλσιμο: Εξόρυξη ματιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”